Ήταν καλύτερος, το έδειξε και το σήκωσε

Ο Φώτης Καρακούσης γράφει για τον τρίτο και τελευταίο τελικό όπου απλά επιβεβαιώθηκε πως ο Ολυμπιακός ήταν η καλύτερη ομάδα φέτος, φτάνοντας δίκαια στην κατάκτηση του τίτλου.  

Πάει και το φετινό πρωτάθλημα. Ένα πρωτάθλημα που μας χάρισε συγκινήσεις οι οποίες δεν είχαν να κάνουν με την κορυφή. Εκεί ο Ολυμπιακός ξεκίνησε ως το μεγάλο φαβορί, έκανε τις διορθώσεις που έπρεπε παρότι ήταν αήττητος, άντεξε στις ατυχίες και την γκρίνια που υπήρξε μετά την απώλεια του Κυπέλλου και στο τέλος πανηγύρισε και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση το δεύτερο συνεχόμενο τίτλο. Σε 10 σετ που παίχτηκαν συνολικά στους τρεις τελικούς που τελικά χρειάστηκαν, οι Πειραιώτες κατέκτησαν τα 9 και έχασαν μόλις το 1.

Από την άλλη ο ΠΑΟΚ ξεκίνησε το καλοκαίρι με πολλά όνειρα την χρονιά και την απόκτηση των Τζούριτς και Φιλίποφ. Ο διεθνής διαγώνιος δεν τους βγήκε, οι Θεσσαλονικείς όπως άλλωστε κάνουν πάντα τα τελευταία χρόνια, έκαναν τις γνωστές τους αλλαγές και πήραν τουλάχιστον το Κύπελλο. Στο πρωτάθλημα δεν μπόρεσαν να κοιτάξουν στα μάτια τον μεγάλο τους αντίπαλο, αλλά τουλάχιστον δεν έμειναν χωρίς τίτλο και αν σκεφτούμε τα λάθη που έγιναν το καλοκαίρι, όχι μόνο στο ρόστερ, αλλά και στο τεχνικό επιτελείο, μόνο χαμένη δεν μπορούν να πουν την χρονιά αυτή.

Για τις δύο ομάδες όμως, όπως και τον Παναθηναϊκό και τα όσα πέτυχαν φέτος, θα γράψουμε σε επόμενα μπλογκ. Πάμε τώρα να δούμε το τρίτο και τελευταίο παιχνίδι ξεχωριστά. Ένας τελικός που πραγματικά ήταν πολύ πιο αμφίρροπος από τους άλλους δύο, παρότι έληξε με 3-0. Και ήταν γιατί οι «ασπρόμαυροι» παίζοντας ουσιαστικά με την πλάτη στον τοίχο προσπάθησαν. Πίεσαν όσο μπορούσαν στο σερβίς, είδαν τον Σαφράνοβιτς να φτάνει διψήφιο αριθμό πόντων, τον Κλαπβάικ να είναι θετικότατος, αλλά ενώ σε κάθε σετ ήταν συνέχεια μπροστά, στο τέλος ήταν σαν να έπεφταν οι μπαταρίες, με συνέπεια να τα χάσουν και τα τρία.

Θα μπορούσα να κάτσω να ασχοληθώ με νούμερα που εννοείται δεν είναι το παν, αλλά σίγουρα λένε την αλήθεια, όμως πραγματικά δεν αξίζει. Και δεν αξίζει γιατί σε πολύ απλά ελληνικά, ο Ολυμπιακός πήρε το πρωτάθλημα γιατί ήταν καλύτερος από τον ΠΑΟΚ. Ήταν καλύτερος στην βασική του εξάδα, είχε περισσότερες λύσεις και βασικά είχε την ψυχολογία. Το βόλεϊ είναι άθλημα ψυχολογίας και αν ένας από τους δύο αντιπάλους καταλάβει πως είναι καλύτερος ανεβαίνει επίπεδο, ενώ δείχνει και στον άλλον πως όσο και να προσπαθήσει δεν θα τον νικήσει.

Αυτό έκαναν οι Πειραιώτες. Πραγματικά και χωρίς δόση υπερβολής, όποιος είδε και τους τρεις τελικούς είδε πως υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες. Είδε πως ακόμα και σήμερα ο ΠΑΟΚ να έπαιρνε ένα σετ, άντε και δύο για να μην πούμε και ολόκληρο το παιχνίδι, δεν θα μπορούσε να αλλάξει κάτι αναφορικά με τον πρωταθλητή. Οι «ερυθρόλευκοι» είχαν τεράστια διαφορά στο δίδυμο των ακραίων, μεγάλη στην πάσα και μικρότερη αλλά υπαρκτή στον διαγώνιο. Από την στιγμή που υπερτερούσαν σε αυτούς τους τομείς δεν γινόταν να το χάσουν.

Ο μόνος τρόπος ήταν να πιάσει ο ΠΑΟΚ το πολύ καλό παιχνίδι που έπιασε σε κάθε σετ μέχρι τουε 20 πόντους και ο Ολυμπιακός να είναι κακός. Εκεί και μόλις έφτανε κοντά στο να το κατακτήσει, έδειχνε σαν να μην το πιστεύει. Για την ακρίβεια έδειχνε πως αντίπαλός του τον έκανε να μην το πιστεύει. Και τότε όλα πήγαιναν χάλια. Κακές υποδοχές, λάθος πάσες, χαζές επιθέσεις και το χειρότερο όλα αυτά μαζί. Από την άλλη οι γηπεδούχοι βλέποντας και το άγχος του αντιπάλου, πίεζαν συνεχώς και απαλλαγμένοι από το δικό του άγχος, έκαναν τις ανατροπές.

Με μεγαλύτερη αυτή του δεύτερου σετ. Πραγματικά τα όσα έγιναν μετά το 15-20 που στο τέλος έγινε 25-23 μας δείχνουν την εικόνα όλης της σειράς. Μιας σειράς που είχε ένα μεγάλο φαβορί που από την πλευρά του δεν ήθελε με τίποτα να «αυτοκτονήσει», ούτε να δώσει δικαίωμα στον αντίπαλό του να ελπίζει και ένα αουτσάιντερ που ήθελε, πάλεψε, αλλά δεν μπορούσε. Και μόλις οι παίκτες του Γιούρι Φιλίποφ καταλάβαιναν μόνοι τους πως δεν μπορούσαν, τότε άρχιζαν να κάνουν το ένα λάθος μετά το άλλο.

Και επειδή στο βόλεϊ τα λάθη γίνονται κυρίως επειδή υπάρχει και η αντίστοιχη πίεση, ο Ολυμπιακός πίεσε τον ΠΑΟΚ, τον ανάγκασε να κάνει χαζά λάθη και στο τέλος πήρε τον τίτλο γιατί πολύ απλά ήταν καλύτερος. Όλα τα άλλα που έχουν να κάνουν με αριθμούς, πρωταγωνιστές κλπ θα γραφτούν τις επόμενες ημέρες. Σήμερα αυτό που μένει είναι πως από τις δύο ομάδες του τελικού, αυτή που κατέκτησε την κούπα ήταν καλύτερη και το πήρε δίκαια όπως πολύ σωστά τόνισε και ο τεχνικός του «δικεφάλου του βορρά»…

ΥΓ: Κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Ντρίζγκα, έναν από τους καλύτερους πασαδόρους στον κόσμο και βασικό της Πολωνίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα. Ναι είχε κάποιες μεταπτώσεις, ωστόσο όταν η μπάλα έκαιγε ο Τερβαπόρτι έδειξε πόσο καλός είναι. Μοίραζε μαεστρικά το παιχνίδι, έβγαζε πρώτο χρόνο ακόμα και από υποδοχές του Αλεξίεφ και ήταν από τους μεγάλους πρωταγωνιστές για τον Ολυμπιακό.

ΥΓ1: Χθες ο Ραουβέρτινκ ντύθηκε Αλεξίεφ. Ο Ολλανδός ήταν εξαιρετικός και το κυριότερο είναι πως τελείωσε πολλές «σκοτωμένες» μπάλες με αποκορύφωμα αυτή που έκανε το 2-0. Συνολικά ο έμπειρος ακραίος έκανε ένα πολύ καλό πρωτάθλημα και φοβερούς τελικούς και έδειξε να ταιριάζει γάντι τόσο με τον Βούλγαρο (ήταν γνωστό άλλωστε), όσο και με τον Σμιτ.

ΥΓ2: Εντάξει επιθετικά κέρδισε 13 πόντους με 61% στην επίθεση. Σιγά θα πείτε, για τον Αλεξίεφ δεν είναι κάτι σημαντικό. Το σημαντικότατο, όχι απλά σημαντικό για τον Βούλγαρο, είναι πως στον τρίτο τελικό είχε καλύτερη υποδοχή ακόμα και από τον Σαφράνοβιτς, νικώντας κατά κράτος τον Ισραηλινό ακόμα και εκεί που ο αντίπαλός του είχε μεγάλο πλεονέκτημα. Είπαμε ο Αλεξίεφ είναι γεννημένος για μεγάλα παιχνίδια, κάτι που φάνηκε συνολικά στους τελικούς.

ΥΓ3: Για τον ΠΑΟΚ θα γράψουμε τις επόμενες ημέρες. Ναι θα πείτε ο Ντίμα είχε όντως σκαμπανεβάσματα, αλλά από την άλλη η μαγκιά του ακραίου είναι να τελειώσει και μπάλες όταν η πάσα δεν είναι τόσο καλή. Αυτό το έκαναν με τον πλέον εμφατικό τρόπο οι Ραουβέρτινκ και Αλεξίεφ. Εδικά ο Βούλγαρος πήρε πόντο σε πάσες που άλλοι θα περνούσαν απλά με δάκτυλα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν το έκαναν οι Γκάρετ και Σαφράνοβιτς. Μα σε καμία όμως, ενώ και η υποδοχή των… ασπρόμαυρων με εξαίρεση το πρώτο παιχνίδι δεν την λες και την καλύτερη. Ξαναλέμε ο Τερβαπόρτι όντως ειδικά στους τελικούς ήταν καλύτερος, αλλά είχε και καλύτερη υποδοχή και κυρίως καλύτερους ακραίους…

ΠΗΓΗ: GAZZETTA